- λευκηπατίας
- λευκηπατίας, ὁ (Α)βλ. λευχηπατίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευχηπατίας — και λευκηπατίας, ὁ (Α) αυτός που έχει «άσπρο» συκώτι, δηλ. ο δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἡπατίας (< ἧπαρ, ατος)] … Dictionary of Greek